-
Leia por capítulosComentário sobre a Leitura Bíblica de Hoje
-
Νέα Ελλη
-
-
1
|1 Samuel 19:1|
[] Και ειπεν ο Σαουλ προς Ιωναθαν τον υιον αυτου και προς παντας τους δουλους αυτου, να θανατωσωσι τον Δαβιδ.
-
2
|1 Samuel 19:2|
Ο Ιωναθαν ομως, ο υιος του Σαουλ, ηγαπα καθ' υπερβολην τον Δαβιδ· και απηγγειλεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, λεγων, Σαουλ ο πατηρ μου ζητει να σε θανατωση· τωρα λοιπον φυλαχθητι, παρακαλω, εως πρωι, και μενε εν αποκρυφω τοπω και κρυπτου·
-
3
|1 Samuel 19:3|
εγω δε θελω εξελθει και σταθη πλησιον του πατρος μου εν τω αγρω οπου θελεις εισθαι, και θελω ομιλησει περι σου προς τον πατερα μου· και θελω ιδει τι ειναι και θελω σοι απαγγειλει.
-
4
|1 Samuel 19:4|
Και ελαλησεν ο Ιωναθαν καλα περι του Δαβιδ προς τον Σαουλ τον πατερα αυτου και ειπε προς αυτον, Ας μη αμαρτηση ο βασιλευς εναντιον του δουλου αυτου, εναντιον του Δαβιδ· επειδη δεν ημαρτησεν εναντιον σου και επειδη τα εργα αυτου εσταθησαν εις σε πολυ καλα·
-
5
|1 Samuel 19:5|
διοτι ερριψοκινδυνευσε την ζωην αυτου και εθανατωσε τον Φιλισταιον, και ο Κυριος εκαμε σωτηριαν μεγαλην εις παντα τον Ισραηλ· ειδες και εχαρης· δια τι λοιπον θελεις να αμαρτησης εναντιον αθωου αιματος, θανατονων τον Δαβιδ χωρις αιτιας;
-
6
|1 Samuel 19:6|
Και υπηκουσεν ο Σαουλ εις την φωνην του Ιωναθαν· και ωμοσεν ο Σαουλ, λεγων, Ζη Κυριος, δεν θελει θανατωθη.
-
7
|1 Samuel 19:7|
Και εκραξεν ο Ιωναθαν τον Δαβιδ και απηγγειλε προς αυτον ο Ιωναθαν παντας τους λογους τουτους. Και εφερεν ο Ιωναθαν τον Δαβιδ προς τον Σαουλ, και ητο ενωπιον αυτου ως το προτερον.
-
8
|1 Samuel 19:8|
[] Εγεινε δε παλιν πολεμος· και εξηλθεν ο Δαβιδ και επολεμησε μετα των Φιλισταιων και επαταξεν αυτους εν σφαγη μεγαλη· και εφυγον απο προσωπου αυτου.
-
9
|1 Samuel 19:9|
Και το πονηρον πνευμα παρα Κυριου εσταθη επι τον Σαουλ, ενω εκαθητο εν τω οικω αυτου μετα του δορατιου εν τη χειρι αυτου· ο δε Δαβιδ επαιζε το οργανον δια της χειρος αυτου.
-
10
|1 Samuel 19:10|
Και εζητησεν ο Σαουλ να κτυπηση με το δορατιον τον Δαβιδ και εως εις τον τοιχον· εξεκλινεν ομως απο προσωπου του Σαουλ και εκτυπησε τον τοιχον με το δορατιον· ο δε Δαβιδ εφυγε και διεσωθη εκεινην την νυκτα.
-
-
Sugestões
Clique para ler Jó 29-31
11 de junho LAB 528
EU NÃO ME ENVERGONHO EM CRER
JÓ 29-31
“Como é bom ser cristão, quando tudo está bem pro seu lado...” É assim que canta Luiz Cláudio. “Os amigos, sorrindo, lhe abraçam, e estão com você”, e por aí vai... “Mas se tudo se vai para sempre, inclusive os amigos, e a doença lhe aflige e a fama já não mais existe, é mais fácil agora afastar-se de Deus, no momento de tanta aflição...” Por quê?
Antes de falar sobre o porquê, quero chamar sua atenção para ver a imagem, a estampa, o vídeo do áudio dessa música que mencionei. Mas não é no youtube, nem na televisão, nem no computador. É na leitura bíblica de hoje! Só que tem uma variante. Quando Jó estava bem, era fácil servir a Deus. Quando ficou doente, pobre e sem amigos, servir a Deus ficou difícil até para sua mulher, que mandou ele amaldiçoá-Lo e morrer, e para seus amigos, que passaram a falar um tanto de heresias.
Em Jó 29, ele fala que sente muita saudade de quando ia à porta da cidade, se assentava na praça pública e quando os jovens e pessoas idosas iam passando e o viam, ficavam em pé, diante dele, de mão boca, em silêncio, só o ouvindo falar. Ser cristão nessas horas é uma maravilha. Mas, no capítulo 30, Jó diz: “Mas agora eles zombam de mim”. “Virei piadinha para eles.”
E o que fazer quando viramos piada? Se Jó se encaixasse no perfil de crente descrito na música do cantor Luiz Cláudio, ele teria concordado com as ideias malucas dos amigos e esposa. Mas isso não aconteceu. Na leitura de hoje, terminam as palavras de Jó e o mais fantástico é que ele continua firme e perseverante na sua fé. Então, pensando nisso, resolvi escrever um poema sobre sentir vergonha ou não daquilo que se crê. Posso compartilhá-lo com você?
EU NÃO ME ENVERGONHO EM CRER
Esse era o sentimento de Jó. Eu também penso assim. E você? O que tem feito com sua fé?
Valdeci Júnior
Fátima Silva